- κατάσχετος
- κατάσχετος, -ον (Α) [κατέχω](ποιητ. τ. αντί κάτοχος)1. αυτός που τόν κατέχει ή τόν κρύβει κάποιος ή κάτι («μή τι και κατάσχετον κρυφή καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ», Σοφ.)2. εμφορούμενος από κάτι («κατάσχετος κακίαις»)3. θεόπνευστος («κατάσχετος γενόμενος», Στράβ.)4. φρ. «κατάσχετος δαιμονίῳκατεχόμενος από δαιμόνιο, δαιμονισμένος (Διον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.